- τοιχίζω
- τοίχισα1. (για πλοία), κλίνω προς τον έναν τοίχο, τη μία πλευρά, γέρνω.2. χτίζω τοίχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοιχίζω — ΝΜΑ [τοῑχος] (για πλοίο) γέρνω προς τη μια πλευρά, γέρνω, μπατάρω νεοελλ. κλείνω με τοίχο … Dictionary of Greek
διατοιχίζω — [τοιχίζω] 1. χωρίζω έναν χώρο από έναν άλλο με τοίχο 2. μέσ. διατοιχίζομαι διατοιχώ … Dictionary of Greek
τοιχίζειν — τοιχίζω lie on her beam ends pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχίσαν — τοιχίζω lie on her beam ends aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτοιχισάντων — περί τοιχίζω lie on her beam ends aor part act masc/neut gen pl περί τοιχίζω lie on her beam ends aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτοιχίζω — Ν περιβάλλω με τοίχο, περικλείω με τοίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τοιχίζω (< τοίχος). Το ρ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τοίχιση — η, Ν [τοιχίζω] περίφραξη με τοίχο, περιτοίχιση … Dictionary of Greek
τοίχισμα — τὸ, Μ [τοιχίζω] οικοδόμημα … Dictionary of Greek
ἀποτοιχίζειν — ἀπό τοιχίζω lie on her beam ends pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστοίχισε — ἐπί , εἰσ τοιχίζω lie on her beam ends aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί στοιχίζω set in a row aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)